μυθιστορία

μυθιστορία
η
το μυθιστόρημα (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μυθιστορία — η (ΑΜ μυθιστορία) μυθώδης ιστορία, μυθιστόρημα (νεοελλ. μσν.) είδος μεσαιωνικού αφηγήματος σε έμμετρη, κυρίως, μορφή με ερωτικά και περιπετειώδη θέματα από τη ζωή τών ιπποτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῦθος + ἱστορία] …   Dictionary of Greek

  • μυθιστορικός — ή, ὁ (Α μυθιστορικός, ή, όν) [μυθιστορία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μυθιστορία («μυθιστορική πλοκή») 2. αυτός που αποτελείται από μυθιστορίες. επίρρ... μυθιστορικώς και ά με μυθιστορικό τρόπο …   Dictionary of Greek

  • Πρεβελάκης, Παντελής — (Pέθυμνο 1909 – 1986). Λογοτέχνης και ακαδημαϊκός. Σπούδασε στη Φιλοσοφική σχολή της Αθήνας και στη Σχολή Γραμμάτων και το Ινστιτούτο Τέχνης και Αρχαιολογίας του πανεπιστημίου του Παρισιού. Το 1935 αναγορεύτηκε διδάκτορας του Πανεπιστημίου της… …   Dictionary of Greek

  • Theodoros Prodromos — (* um 1100 in Konstantinopel; † zwischen 1156 und 1158) war ein byzantinischer Schriftsteller. Er wirkte im 12. Jahrhundert, das einen Höhepunkt der hochsprachlichen, d.i. attizistischen Literaturproduktion brachte. Er kam um 1100 in… …   Deutsch Wikipedia

  • Roderick Beaton — Roderick Macleod Beaton (in neugriechischer Transkription: Ρόντερικ Μπήτον) (* 29. September 1951) ist ein britischer Neogräzist und Koraes Professor of Modern Greek and Byzantine History, Language and Literature am King s College London.… …   Deutsch Wikipedia

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • μυθιστοριογράφος — ο, η συγγραφέας μυθιστορημάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυθιστορία + γραφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1804 στον Αδ. Κοραή] …   Dictionary of Greek

  • μυθιστόρημα — Λογοτεχνικό είδος που προϋποθέτει μια αφήγηση γεγονότων, σε πεζό λόγο, διαρθρωμένων γύρω από μια «πλοκή» ή γύρω από ένα ή περισσότερα πρόσωπα, με ιστορικό ή φανταστικό φόντο. Ένας ακριβής ορισμός του μ. παραμένει ωστόσο μάλλον δυσχερής, γιατί με… …   Dictionary of Greek

  • μύθος — Παραδοσιακή αφήγηση ενός λαού, στην οποία αποδίδονται ιδιαίτερες αξίες ιερού χαρακτήρα. Ο όρος, τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν για τις φανταστικές διηγήσεις, υποδηλώνει μέχρι σήμερα την πιθανότητα και την αντικειμενική αναξιοπιστία… …   Dictionary of Greek

  • ραμαγιάνα — η, Ν ινδικό έπος που γράφηκε το 300 περίπου π. Χ. από τον ποιητή Βαλμίκι και συμπληρώθηκε με πρόσφατες αφηγήσεις σε μεταγενέστερες περιόδους, το οποίο σημαίνει στα σανσκριτικά Η μυθιστορία τού Ράμα και αποτελεί σημείο αναφοράς για πολλές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”